- κακομήτης
- κᾰκο-μήτης, ου, ὁ, = foreg., pl.A
-μῆται Orph.Fr.119
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-μῆται Orph.Fr.119
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακομήτης — κακομήτης, ὁ (Α) κακομηδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο μήτης, αιμυλο μήτης] … Dictionary of Greek
κακομῆται — κακομήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομήτας — κακομήτᾱς , κακομήτης masc acc pl κακομήτᾱς , κακομήτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] … Dictionary of Greek